- συνάπτειν
- συνάπτωjoin togetherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
Синапс — Основные элементы синапса Синапс[1] (греч … Википедия
Нейрон — У этого термина существуют и другие значения, см. Нейрон (значения). Не следует путать с нейтроном. Пирамидный нейрон коры головного мозга мыши, экспрессивный зеленый флуоресцентный белок (GFP) Нейрон (от … Википедия
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… … Dictionary of Greek